- Φίλε μου, αδερφέ μου, θέλω μόνο μια χάρη από σένα.
- Τί θες να κάνω;
- Θέλω να πας στον παπά και να τον καθυστερήσεις να πάει στο σπίτι του.
- Γιατί ρε φίλε; Τί τρέχει;
- Να, ξέρεις... Έχω σχέση με την παπαδιά και σκέφτηκα μήπως μπορείς να με βοηθήσεις.
- Εγώ τέτοια πράγματα δε κάνω και να μου κάνεις τη χάρη!
Με τα πολλά όμως, ο φίλος πείθεται και πάει στην εκκλησία να καθυστερήσει τον παπά. Τον πετυχαίνει την ώρα που ο παπάς κλείδωνε την πόρτα της εκκλησίας.
- Πάτερ!
- Τί είναι τέκνο μου; Τί σου συμβαίνει;
- Παπά, θέλω να εξομολογηθώ.
- Τέτοια ωρα βρήκες να έρθεις; Έλα αύριο να κάνουμε το μυστήριο.
- Όχι παπά μου, εγώ τώρα νοιώθω την ανάγκη να το κάνω.
Τί να κάνει ο παπάς, άνοιξε την εκκλησία.
- Λοιπόν σε ακούω, του λέει, αφού έβαλε το πετραχήλι. Μα κάπου σε ξέρω. Μήπως είσαι ο γιος του φίλου μου του Σταμάτη από το διπλανό χωριό;
- Ναι.
- Βρε, τί κάνουν οι δικοί σου;
- Καλά είναι πάτερ. Με την κουβέντα βγήκαν μακροσυγγενείς, υποστήριζαν και την ίδια ομάδα, ψήφιζαν και το ίδιο κόμμα.
- Για πες μου λοιπόν, τί θες να ομολογήσεις;
- Παπά, δεν μπορώ να σου πω ψέματα. Ο φίλος μου τα έχει με την παπαδιά και με έβαλε να σε καθυστερήσω για να πάει να την βρει.
Τρελάθηκε ο παπάς, άφρισε, άρχισε να φέρνει βόλτα την εκκλησιά μουρμουρώντας.
Στο τέλος, ηρεμεί λίγο, και γυρνά πάλι στον χωριανό και του λέει:
- Βρε βλάκα, είσαι παντρεμένος;
- Ναι παπά μου, λέει αυτός.
- Τράβα, βρε ηλίθιε, γρήγορα σπίτι σου, γιατί η παπαδιά έχει πεθάνει εδώ και χρόνια!
- Τί θες να κάνω;
- Θέλω να πας στον παπά και να τον καθυστερήσεις να πάει στο σπίτι του.
- Γιατί ρε φίλε; Τί τρέχει;
- Να, ξέρεις... Έχω σχέση με την παπαδιά και σκέφτηκα μήπως μπορείς να με βοηθήσεις.
- Εγώ τέτοια πράγματα δε κάνω και να μου κάνεις τη χάρη!
Με τα πολλά όμως, ο φίλος πείθεται και πάει στην εκκλησία να καθυστερήσει τον παπά. Τον πετυχαίνει την ώρα που ο παπάς κλείδωνε την πόρτα της εκκλησίας.
- Πάτερ!
- Τί είναι τέκνο μου; Τί σου συμβαίνει;
- Παπά, θέλω να εξομολογηθώ.
- Τέτοια ωρα βρήκες να έρθεις; Έλα αύριο να κάνουμε το μυστήριο.
- Όχι παπά μου, εγώ τώρα νοιώθω την ανάγκη να το κάνω.
Τί να κάνει ο παπάς, άνοιξε την εκκλησία.
- Λοιπόν σε ακούω, του λέει, αφού έβαλε το πετραχήλι. Μα κάπου σε ξέρω. Μήπως είσαι ο γιος του φίλου μου του Σταμάτη από το διπλανό χωριό;
- Ναι.
- Βρε, τί κάνουν οι δικοί σου;
- Καλά είναι πάτερ. Με την κουβέντα βγήκαν μακροσυγγενείς, υποστήριζαν και την ίδια ομάδα, ψήφιζαν και το ίδιο κόμμα.
- Για πες μου λοιπόν, τί θες να ομολογήσεις;
- Παπά, δεν μπορώ να σου πω ψέματα. Ο φίλος μου τα έχει με την παπαδιά και με έβαλε να σε καθυστερήσω για να πάει να την βρει.
Τρελάθηκε ο παπάς, άφρισε, άρχισε να φέρνει βόλτα την εκκλησιά μουρμουρώντας.
Στο τέλος, ηρεμεί λίγο, και γυρνά πάλι στον χωριανό και του λέει:
- Βρε βλάκα, είσαι παντρεμένος;
- Ναι παπά μου, λέει αυτός.
- Τράβα, βρε ηλίθιε, γρήγορα σπίτι σου, γιατί η παπαδιά έχει πεθάνει εδώ και χρόνια!