Σύμφωνα με Βρετανούς επιστήμονες των πανεπιστημίων της Οξφόρδης και του Μπρίστολ,...
που μελετούν το φαινόμενο, ο υπόγειος θάλαμος του μάγματος (των λιωμένων πετρωμάτων) κάτω από το ηφαίστειο της Σαντορίνης επεκτάθηκε σημαντικά, κατά περίπου 10 έως 20 εκατομμύρια κυβικά μέτρα, μεταξύ Ιανουαρίου 2011 και Απριλίου 2012.
Οι επιστήμονες εκτιμούν ότι το «φούσκωμα» του μάγματος έχει όγκο έως 15 φορές μεγαλύτερο από το Ολυμπιακό Στάδιο του Λονδίνου.
Η προσθήκη αυτού του μάγματος, από άποψη όγκου, θεωρείται η σημαντικότερη που έχει λάβει χώρα από το 1955, λίγο μετά την τελευταία έκρηξη του ηφαιστείου.
Οι ερευνητές με επικεφαλής τον καθηγητή ηφαιστειολογίας Ντέηβιντ Πάιλ και την ηφαιστειολόγο Μισέλ Παρκς του Τμήματος Γεωεπιστημών της Οξφόρδης, καθώς και την Τζούλιετ Μπιγκς του Τμήματος Γεωεπιστημών του Μπρίστολ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό «Nature Geoscience», υπολόγισαν ότι η διόγκωση του μάγματος οδήγησε σε ανύψωση της επιφάνειας του νησιού κατά 8 έως 14 εκατοστά στο ίδιο χρονικό διάστημα.
Οι επιτόπιοι υπολογισμοί στη Σαντορίνη έγιναν με τη βοήθεια εικόνων από δορυφορικά ραντάρ που παρείχαν ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Διαστήματος (ESA) και η Γερμανική Υπηρεσία Διαστήματος (DLR), καθώς και μετρήσεων GPS από το έδαφος.
Αν και τα νέα στοιχεία ρίχνουν περισσότερο φως στη λειτουργία του ηφαιστείου (το οποίο γύρω στα 1600 π.Χ. σημείωσε μία από τις μεγαλύτερες εκρήξεις στην παγκόσμια ιστορία, οδηγώντας πιθανώς στην καταστροφή του Μινωικού πολιτισμού), σύμφωνα με τους ερευνητές, δεν διαφωτίζουν για το μείζον ερώτημα: πότε το ηφαίστειο θα εκραγεί ξανά.
Το «ζωντάνεμα» του ηφαιστείου καταγράφηκε στην αρχή του 2011 με μικρούς σεισμούς, που τράβηξαν την προσοχή των Ελλήνων και ξένων επιστημόνων, καθώς για περίπου 25 χρόνια επικρατούσε σχετική ησυχία στην καλδέρα. Οι μικρο-σεισμοί συνοδεύτηκαν από ορισμένες άλλες περιστασιακές ενδείξεις, όπως αλλαγές στο χρώμα του νερού σε ορισμένα σημεία και έκλυση αερίων με χαρακτηριστική οσμή.
Οι ερευνητές εκτιμούν ότι η ποσότητα λιωμένων πετρωμάτων (μάγματος) που έχει σωρευτεί κάτω από το ηφαίστειο κατά το περασμένο έτος, ισοδυναμεί με περίπου 10 έως 20 έτη ανάπτυξης του ηφαιστείου. Επισημαίνουν όμως πως αυτό δεν σημαίνει ότι επίκειται κάποια έκρηξη, αντίθετα, όπως τονίζουν, η σεισμική δραστηριότητα έχει σαφώς υποχωρήσει κατά τους τελευταίους μήνες.
Οι ερευνητές σημειώνουν ότι το ηφαίστειο της Σαντορίνης εμφανίζει δύο διαφορετικών ειδών εκρήξεις στο πέρασμα του χρόνου: αφενός μικρές εκρήξεις που συμβαίνουν σχετικά συχνά και εκλύουν λάβα και, αφετέρου, μεγάλες εκρήξεις που συμβαίνουν σπάνια, ανά περίπου 10.000 έως 30.000 χρόνια.
Και οι δύο τύποι εκρήξεων θεωρείτο ότι «εκκολάπτονται» σε ένα ρηχό θάλαμο μάγματος, ο οποίος τροφοδοτείται σε συνεχή βάση από μικρές ποσότητες λιωμένων πετρωμάτων, οι οποίοι ανεβαίνουν από κάτω προς τα πάνω.
Όμως, όπως αναφέρει η νέα μελέτη, γεωλογικές (ορυκτολογικές) μελέτες δείχνουν ότι τουλάχιστον το 15% του υλικού που εκτινάχθηκε κατά την Μινωική έκρηξη του ηφαιστείου, έφθασε στον θάλαμο του μάγματος λιγότερο από 100 χρόνια πριν την έκρηξη, δηλαδή όχι σταδιακά και σε βάθος χρόνου, αλλά σε πολύ πιο σύντομο χρόνο. Σύμφωνα με τους ερευνητές, είτε το ηφαίστειο της Σαντορίνης βρίσκεται στην πιο συνηθισμένη (αργή) φάση συσσώρευσης λάβας, είτε στην πιο σπάνια (και γρήγορη) εκρηκτική φάση του, ο ρηχός θάλαμος του μάγματος τροφοδοτείται περιστασιακά με ταχείας ροής ποσότητες μάγματος.
Η χρονική διάρκεια αυτών των περιόδων τροφοδότησης του μάγματος είναι σύντομη σε σχέση με τις ενδιάμεσες περιόδους ηρεμίας, ενώ το πότε θα συμβούν αυτές οι περιστασιακές ανατροφοδοτήσεις, δηλαδή ο χρονισμός τους, εξαρτάται από την υπόγεια δυναμική που αναπτύσσεται στο ακόμα βαθύτερο τμήμα του μάγματος κάτω από τη Σαντορίνη.[tsantiri]
που μελετούν το φαινόμενο, ο υπόγειος θάλαμος του μάγματος (των λιωμένων πετρωμάτων) κάτω από το ηφαίστειο της Σαντορίνης επεκτάθηκε σημαντικά, κατά περίπου 10 έως 20 εκατομμύρια κυβικά μέτρα, μεταξύ Ιανουαρίου 2011 και Απριλίου 2012.
Οι επιστήμονες εκτιμούν ότι το «φούσκωμα» του μάγματος έχει όγκο έως 15 φορές μεγαλύτερο από το Ολυμπιακό Στάδιο του Λονδίνου.
Η προσθήκη αυτού του μάγματος, από άποψη όγκου, θεωρείται η σημαντικότερη που έχει λάβει χώρα από το 1955, λίγο μετά την τελευταία έκρηξη του ηφαιστείου.
Οι ερευνητές με επικεφαλής τον καθηγητή ηφαιστειολογίας Ντέηβιντ Πάιλ και την ηφαιστειολόγο Μισέλ Παρκς του Τμήματος Γεωεπιστημών της Οξφόρδης, καθώς και την Τζούλιετ Μπιγκς του Τμήματος Γεωεπιστημών του Μπρίστολ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό «Nature Geoscience», υπολόγισαν ότι η διόγκωση του μάγματος οδήγησε σε ανύψωση της επιφάνειας του νησιού κατά 8 έως 14 εκατοστά στο ίδιο χρονικό διάστημα.
Οι επιτόπιοι υπολογισμοί στη Σαντορίνη έγιναν με τη βοήθεια εικόνων από δορυφορικά ραντάρ που παρείχαν ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Διαστήματος (ESA) και η Γερμανική Υπηρεσία Διαστήματος (DLR), καθώς και μετρήσεων GPS από το έδαφος.
Αν και τα νέα στοιχεία ρίχνουν περισσότερο φως στη λειτουργία του ηφαιστείου (το οποίο γύρω στα 1600 π.Χ. σημείωσε μία από τις μεγαλύτερες εκρήξεις στην παγκόσμια ιστορία, οδηγώντας πιθανώς στην καταστροφή του Μινωικού πολιτισμού), σύμφωνα με τους ερευνητές, δεν διαφωτίζουν για το μείζον ερώτημα: πότε το ηφαίστειο θα εκραγεί ξανά.
Το «ζωντάνεμα» του ηφαιστείου καταγράφηκε στην αρχή του 2011 με μικρούς σεισμούς, που τράβηξαν την προσοχή των Ελλήνων και ξένων επιστημόνων, καθώς για περίπου 25 χρόνια επικρατούσε σχετική ησυχία στην καλδέρα. Οι μικρο-σεισμοί συνοδεύτηκαν από ορισμένες άλλες περιστασιακές ενδείξεις, όπως αλλαγές στο χρώμα του νερού σε ορισμένα σημεία και έκλυση αερίων με χαρακτηριστική οσμή.
Οι ερευνητές εκτιμούν ότι η ποσότητα λιωμένων πετρωμάτων (μάγματος) που έχει σωρευτεί κάτω από το ηφαίστειο κατά το περασμένο έτος, ισοδυναμεί με περίπου 10 έως 20 έτη ανάπτυξης του ηφαιστείου. Επισημαίνουν όμως πως αυτό δεν σημαίνει ότι επίκειται κάποια έκρηξη, αντίθετα, όπως τονίζουν, η σεισμική δραστηριότητα έχει σαφώς υποχωρήσει κατά τους τελευταίους μήνες.
Οι ερευνητές σημειώνουν ότι το ηφαίστειο της Σαντορίνης εμφανίζει δύο διαφορετικών ειδών εκρήξεις στο πέρασμα του χρόνου: αφενός μικρές εκρήξεις που συμβαίνουν σχετικά συχνά και εκλύουν λάβα και, αφετέρου, μεγάλες εκρήξεις που συμβαίνουν σπάνια, ανά περίπου 10.000 έως 30.000 χρόνια.
Και οι δύο τύποι εκρήξεων θεωρείτο ότι «εκκολάπτονται» σε ένα ρηχό θάλαμο μάγματος, ο οποίος τροφοδοτείται σε συνεχή βάση από μικρές ποσότητες λιωμένων πετρωμάτων, οι οποίοι ανεβαίνουν από κάτω προς τα πάνω.
Όμως, όπως αναφέρει η νέα μελέτη, γεωλογικές (ορυκτολογικές) μελέτες δείχνουν ότι τουλάχιστον το 15% του υλικού που εκτινάχθηκε κατά την Μινωική έκρηξη του ηφαιστείου, έφθασε στον θάλαμο του μάγματος λιγότερο από 100 χρόνια πριν την έκρηξη, δηλαδή όχι σταδιακά και σε βάθος χρόνου, αλλά σε πολύ πιο σύντομο χρόνο. Σύμφωνα με τους ερευνητές, είτε το ηφαίστειο της Σαντορίνης βρίσκεται στην πιο συνηθισμένη (αργή) φάση συσσώρευσης λάβας, είτε στην πιο σπάνια (και γρήγορη) εκρηκτική φάση του, ο ρηχός θάλαμος του μάγματος τροφοδοτείται περιστασιακά με ταχείας ροής ποσότητες μάγματος.
Η χρονική διάρκεια αυτών των περιόδων τροφοδότησης του μάγματος είναι σύντομη σε σχέση με τις ενδιάμεσες περιόδους ηρεμίας, ενώ το πότε θα συμβούν αυτές οι περιστασιακές ανατροφοδοτήσεις, δηλαδή ο χρονισμός τους, εξαρτάται από την υπόγεια δυναμική που αναπτύσσεται στο ακόμα βαθύτερο τμήμα του μάγματος κάτω από τη Σαντορίνη.[tsantiri]