Ας υποθέσουμε έστω για μια στιγμή πως στη υπερκόσμια μάχη του καλού με το κακό...
κυριαρχούσε ο έκπτωτος άγγελος. Ο εχθρός του ανθρώπου. Ο «έξω-από-'δω». Ο τρισκατάρατος. Ο άλλοτε φέρων το φως και νυν εκδιωχθέν κωλόπαιδο. Πώς θα ήταν ένας τέτοιος κόσμος; Η απάντηση είναι τόσο εύκολη που θα μπορούσε να «κλείσει» άμεσα το θέμα, σε μία πρόταση....
Θα ήταν όπως ακριβώς είναι! Ένας κόσμος όπου η απαίτηση του καλού δίνει διαρκώς πάτημα και χώρο στο κακό. Ένας κόσμος όπου υπό το πρόσχημα του καλού αυτό που προωθείται είναι το κακό.
Το ηθικά κακό χρειάζεται έδαφος για να ευδοκιμήσει. Αντίξοες συνθήκες. Πειρασμούς και αμαρτίες. Όρια και νόμους προς παράβαση. Δώσε του περιορισμούς και αυτό θα βασιλεύσει. Προσπάθησε να το κατασιγάσεις και αυτό θα βρει τρόπους να εκδηλωθεί. Καταπίεσε το, απώθησέ το, κατάπνιξέ το, πάτησέ το, εκδίωξέ το, εκπόρθησέ το, φυλάκισέ το και αυτό θα μεγαλουργήσει.
Ελλείψει απαγορεύσεων, το παραδοσιακώς, δηλαδή χριστιανικώς, εννοούμενο κακό (διότι υπάρχουν πολλοί τύποι «κακού» όσοι και οι άνθρωποι, τα πράγματα και οι καταστάσεις που θέλουμε να κατονομάσουμε ως τέτοια: οι λέξεις προσδιορίζουν αυτό που θέλει ο καθένας να προσδιορίζουν ως καλό ή κακό) συρρικνώνεται, εξασθενεί.
Το ενδιαφέρον όμως είναι το γεγονός ότι το ίδιο ισχύει και με το καλό. Το πράγμα είναι τελικά απλό: υπάρχει μία διαλεκτική σχέση που συνδέει τη στιγμή ακριβώς που χωρίζει αυτά τα δύο, ως sine qua non όρους ενός δίπολου όπου ο ένας προϋποθέτει τον άλλο και την ίδια στιγμή προϋποτίθεται από αυτόν.
Παρ' όλα αυτά, πώς θα ήταν ένας κόσμος όπου ο κανόνας θα ήταν το «κακό» και όπου το να κάνεις το «καλό» θα ήταν η απόκλιση, η εξαίρεση, το «κακό»; Πώς θα ήταν ένας πραγματικά αντεστραμμένος κόσμος, απόλυτα αντίστροφων αξιών;
α) Οι ανθρώπινες κοινωνίες δεν θα είχαν δομηθεί πάνω στην ανθρωπολογικά εγνωσμένη οικουμενική απαγόρευση της αιμομιξίας, αλλά στην εγκαθίδρυσή της ως κυρίαρχης πρακτικής.
β) Η έννοια του κέρδους και της ιδιοτέλειας δεν θα υπήρχε, για τον απλό λόγο ότι δεν θα υπήρχε η έννοια του να φροντίσεις για το «καλό σου».
γ) Και εφόσον δεν θα υπήρχε το καλό «μου» ή το καλό «σου», δεν θα υπήρχε και η έννοια του εαυτού. Το εγώ θα κατοικούνταν από πολλά εγώ, τα οποία και αυτά με τη σειρά τους θα ήταν ήδη πάντοτε και εξαρχής αλλοτριωμένα.
δ) Συνεπώς, δεν θα υπήρχε ούτε η έννοια της ιδιοκτησίας και κυρίως εκείνη της ιδιοκτησίας ΕΝΟΣ σώματος στο οποίο θα αντιστοιχούσε ένας εαυτός, ένα εγώ, μία ψυχή. Πολλές ψυχές σε ένα σώμα και μία ψυχή σε πολλά σώματα. Τίποτα δεν θα ήταν αδιαίρετο, αλλά ριζικά αποσπασματικό, στιγμιαίο, πολλαπλό.
ε) Τούτου δοθέντος κι εφόσον δεν θα υπήρχε η έννοια της ιδιοκτησίας ενός σώματος που θα ήταν το «δικό μου» ή το «δικό σου» σώμα, ο απόλυτος νόμος θα ήταν εκείνος της οικουμενικής εκπόρνευσης. Τα σώματα θα ήταν στη διάθεση άλλων σωμάτων και άλλων διαθέσεων, τα οποία και αυτά με τη σειρά τους θα εγγράφονταν σε ένα μεθυστικό σύμπαν αλληλοσυνιδιοκτησίας και από κοινού κατοχής όπου τα πάντα ανήκουν στους πάντες και σε κανέναν.
στ') Κάτω από αυτό το καθεστώς δεν θα υπήρχε η ανάγκη ή η επιθυμία της εξόντωσης του άλλου, διότι ο άλλος θα κατοικούσε ήδη μέσα σου, οπότε θα ήταν αδύνατον να διαχωριστεί από τον εαυτό. Άρα, δεν θα υπήρχαν ούτε εχθροί, διότι εχθροί υπάρχουν μόνον εκεί όπου κάποιος προσπαθεί να βλάψει το καλό του άλλου.
ζ) Μόνες εξαιρέσεις στο παραπάνω υποθετικό αξίωμα: το Κογιότ που θα ξεπουπούλιαζε τον Μπιπ-μπιπ, ο Συλβέστερ που θα ξεπουπούλιαζε τον Τουίτι, ο Άνιμαλ από το Μάπετ Σόου, ο οποίος απελευθερωμένος από τις αλυσίδες του θα έσπαζε επιτέλους τα κρουστά του και θα έσκιζε την Μις Πίγκι και τέλος ο Κιθ Μουν των The Who που θα ανατίναζε τα υπόλοιπα μέλη της μπάντας.
η) Εν κατακλείδι, ο κόσμος του τραγοπόδαρου θα ήταν ένας κόσμος του δικαίου (βλέπε Κογιότ, Συλβέστερ, Άνιμαλ) και, όλως παραδόξως, της ανώτερης ηθικής ή, καλύτερα, μιας μετα-ηθικής, εφόσον ο κόσμος του κακού θα ήταν ένας κόσμος πέραν του καλού και του κακού, του τίποτα και όχι του κάτι, ένας κόσμος όπου δεν θα υπήρχε η ανάγκη να κάνει κανείς το κακό.
Μήπως, όμως, τελικά ένας τέτοιος κόσμος θα ήταν ένας αγγελικά πλασμένος κόσμος;
Πράγμα που μας επαναφέρει στην αρχική πρότασή μας: ο κόσμος μας είναι ο καλύτερος δυνατός «κακός» κόσμος.[iefimerida]
κυριαρχούσε ο έκπτωτος άγγελος. Ο εχθρός του ανθρώπου. Ο «έξω-από-'δω». Ο τρισκατάρατος. Ο άλλοτε φέρων το φως και νυν εκδιωχθέν κωλόπαιδο. Πώς θα ήταν ένας τέτοιος κόσμος; Η απάντηση είναι τόσο εύκολη που θα μπορούσε να «κλείσει» άμεσα το θέμα, σε μία πρόταση....
Θα ήταν όπως ακριβώς είναι! Ένας κόσμος όπου η απαίτηση του καλού δίνει διαρκώς πάτημα και χώρο στο κακό. Ένας κόσμος όπου υπό το πρόσχημα του καλού αυτό που προωθείται είναι το κακό.
Το ηθικά κακό χρειάζεται έδαφος για να ευδοκιμήσει. Αντίξοες συνθήκες. Πειρασμούς και αμαρτίες. Όρια και νόμους προς παράβαση. Δώσε του περιορισμούς και αυτό θα βασιλεύσει. Προσπάθησε να το κατασιγάσεις και αυτό θα βρει τρόπους να εκδηλωθεί. Καταπίεσε το, απώθησέ το, κατάπνιξέ το, πάτησέ το, εκδίωξέ το, εκπόρθησέ το, φυλάκισέ το και αυτό θα μεγαλουργήσει.
Ελλείψει απαγορεύσεων, το παραδοσιακώς, δηλαδή χριστιανικώς, εννοούμενο κακό (διότι υπάρχουν πολλοί τύποι «κακού» όσοι και οι άνθρωποι, τα πράγματα και οι καταστάσεις που θέλουμε να κατονομάσουμε ως τέτοια: οι λέξεις προσδιορίζουν αυτό που θέλει ο καθένας να προσδιορίζουν ως καλό ή κακό) συρρικνώνεται, εξασθενεί.
Το ενδιαφέρον όμως είναι το γεγονός ότι το ίδιο ισχύει και με το καλό. Το πράγμα είναι τελικά απλό: υπάρχει μία διαλεκτική σχέση που συνδέει τη στιγμή ακριβώς που χωρίζει αυτά τα δύο, ως sine qua non όρους ενός δίπολου όπου ο ένας προϋποθέτει τον άλλο και την ίδια στιγμή προϋποτίθεται από αυτόν.
Παρ' όλα αυτά, πώς θα ήταν ένας κόσμος όπου ο κανόνας θα ήταν το «κακό» και όπου το να κάνεις το «καλό» θα ήταν η απόκλιση, η εξαίρεση, το «κακό»; Πώς θα ήταν ένας πραγματικά αντεστραμμένος κόσμος, απόλυτα αντίστροφων αξιών;
α) Οι ανθρώπινες κοινωνίες δεν θα είχαν δομηθεί πάνω στην ανθρωπολογικά εγνωσμένη οικουμενική απαγόρευση της αιμομιξίας, αλλά στην εγκαθίδρυσή της ως κυρίαρχης πρακτικής.
β) Η έννοια του κέρδους και της ιδιοτέλειας δεν θα υπήρχε, για τον απλό λόγο ότι δεν θα υπήρχε η έννοια του να φροντίσεις για το «καλό σου».
γ) Και εφόσον δεν θα υπήρχε το καλό «μου» ή το καλό «σου», δεν θα υπήρχε και η έννοια του εαυτού. Το εγώ θα κατοικούνταν από πολλά εγώ, τα οποία και αυτά με τη σειρά τους θα ήταν ήδη πάντοτε και εξαρχής αλλοτριωμένα.
δ) Συνεπώς, δεν θα υπήρχε ούτε η έννοια της ιδιοκτησίας και κυρίως εκείνη της ιδιοκτησίας ΕΝΟΣ σώματος στο οποίο θα αντιστοιχούσε ένας εαυτός, ένα εγώ, μία ψυχή. Πολλές ψυχές σε ένα σώμα και μία ψυχή σε πολλά σώματα. Τίποτα δεν θα ήταν αδιαίρετο, αλλά ριζικά αποσπασματικό, στιγμιαίο, πολλαπλό.
ε) Τούτου δοθέντος κι εφόσον δεν θα υπήρχε η έννοια της ιδιοκτησίας ενός σώματος που θα ήταν το «δικό μου» ή το «δικό σου» σώμα, ο απόλυτος νόμος θα ήταν εκείνος της οικουμενικής εκπόρνευσης. Τα σώματα θα ήταν στη διάθεση άλλων σωμάτων και άλλων διαθέσεων, τα οποία και αυτά με τη σειρά τους θα εγγράφονταν σε ένα μεθυστικό σύμπαν αλληλοσυνιδιοκτησίας και από κοινού κατοχής όπου τα πάντα ανήκουν στους πάντες και σε κανέναν.
στ') Κάτω από αυτό το καθεστώς δεν θα υπήρχε η ανάγκη ή η επιθυμία της εξόντωσης του άλλου, διότι ο άλλος θα κατοικούσε ήδη μέσα σου, οπότε θα ήταν αδύνατον να διαχωριστεί από τον εαυτό. Άρα, δεν θα υπήρχαν ούτε εχθροί, διότι εχθροί υπάρχουν μόνον εκεί όπου κάποιος προσπαθεί να βλάψει το καλό του άλλου.
ζ) Μόνες εξαιρέσεις στο παραπάνω υποθετικό αξίωμα: το Κογιότ που θα ξεπουπούλιαζε τον Μπιπ-μπιπ, ο Συλβέστερ που θα ξεπουπούλιαζε τον Τουίτι, ο Άνιμαλ από το Μάπετ Σόου, ο οποίος απελευθερωμένος από τις αλυσίδες του θα έσπαζε επιτέλους τα κρουστά του και θα έσκιζε την Μις Πίγκι και τέλος ο Κιθ Μουν των The Who που θα ανατίναζε τα υπόλοιπα μέλη της μπάντας.
η) Εν κατακλείδι, ο κόσμος του τραγοπόδαρου θα ήταν ένας κόσμος του δικαίου (βλέπε Κογιότ, Συλβέστερ, Άνιμαλ) και, όλως παραδόξως, της ανώτερης ηθικής ή, καλύτερα, μιας μετα-ηθικής, εφόσον ο κόσμος του κακού θα ήταν ένας κόσμος πέραν του καλού και του κακού, του τίποτα και όχι του κάτι, ένας κόσμος όπου δεν θα υπήρχε η ανάγκη να κάνει κανείς το κακό.
Μήπως, όμως, τελικά ένας τέτοιος κόσμος θα ήταν ένας αγγελικά πλασμένος κόσμος;
Πράγμα που μας επαναφέρει στην αρχική πρότασή μας: ο κόσμος μας είναι ο καλύτερος δυνατός «κακός» κόσμος.[iefimerida]